Thursday, March 13, 2008

ΠΟΛΥΠΛΕΞΙΑ

Σωρός φωνές συνωστίζονται κι απορροφούν τον αέρα
μικροσκοπικοί τύραννοι που διεκδικούν το σύμπαν
ζητώντας το δικαίωμα να κάνουν τη ζωή σφαίρα
προσωπικών συναισθημάτων που μεταξύ τους είπαν

Μάταια προσπαθώ μια ομοιογένεια ν' ανακαλύψω
καθώς τραγικά κουτσαίνονται οι ελπίδες μου
θέλω με γυαλί τ' άλογα δάση να καλύψω
να κλείσω μέσα τις σωστές πατρίδες μου

Όλοι οι σύγχρονοι 'κύριοι' μιλούν για αφθονία
όμως εγώ βυζαίνω από το στήθος της παράνοιας
βλέποντας γύρω άσχημη, πρόχειρη αγωνία
χυδαίο χορό της καινής απόλυτης άγνοιας

ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Κάθε πρωί, κάθε βραδιά
θρηνώντας χτίζω κύμα
πίνοντας όνειρα παλιά.
Τι κρίμα να 'ρθω στη ζωή
Τι κρίμα

Κι όταν μιλώ σ' όλους αυτούς
που δε μπορούν να κάνουν βήμα
τους βλέπω σ' όλα τους μικρούς
Τι κρίμα, δεν κατανοούν
Τι κρίμα

Κι όλους εσάς που εξαπατώ
μέσ' απ΄αυτό το μνήμα
και σάτυρος συχνά γελώ
που με θαρρείτε ζωντανό
Τι κρίμα

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ

Μια τελευταία αναλαμπή
ο Άρης μου χρωστάει
πολλές φορές είδα δειλή
την άμυνα να σπάει
της κουρασμένης μου ζωής

Μια τελευταία αναλαμπή
ο Άρης μου χρωστάει
κι ας άφησ' άφθονη σιγή
το λόγο να μασάει
της ματωμένης μου κραυγής

Μια τελευταία αναλαμπή
ο Άρης μου χρωστάει
εχθροί μου γύρω μισητοί
μια φάρα που βρωμάει
αμόρφωτων μισής φυλής

Μια τελευταία αναλαμπή
στον πυρετό της μάχης
να σταυρωθούν όλ' οι αμνοί
δίκαιους φόνους να 'χεις

ΝΕΚΡΟΣ

Υπάρχει κάτι μες το στάσιμο νερό
μια θελκτικότητα στ΄αποκαμμένο δάσος
μια ιδιότητα σ' εκείνο το φτερό
π' άνεμος το 'σπασε μ' ένα χυδαίο θράσος

Είναι απάνθρωπο συναίσθημα αυτό
που εγκυμονώ με κάθε είδους Δύση
σαν μαύρο γάλα από άγιο πυρετό
σαν ευθυμία που αντιτίθεται στη φύση

Κάτι θα θρέφει που μάλλον αγνοώ
που ίσως κάποτε στο φως να 'ρθεί να λούσει
τους εφιαλτικούς ανθρώπους που μισώ
και την ψυχή μου κάθε κούτσουρο ν' ακούσει

Γι' αυτό λοιπόν νεκρός ας βαπτιστώ
σ' ένα απόμερο λιμάνι του ποτέ μου
μήπως μια νύχτα μες το βάλτο θρονιαστώ
της πόλης των μεγάλων ιδεών, σαν ήρωας πολέμου

ΗΜΕΡΑ ΡΟΥΤΙΝΑΣ

Σαν είδα φως ξεπήδησα
απ' το μικρό λαγούμι
στολίστηκα δροσοσταλιές, ξεκίνησα
σάπι' άνθη στο μπουντρούμι

Εμάζεψαν τα ματωμένα χέρια,
έν' άθλιο Γολγοθά ξεγέννησα
σαν έστυβα τ' απόμακρα αστέρια
σε μαύρα πυροδάκρυα επένδυσα

Κι έβαλα μπρος τη ροδαυγή
εκεί αλλόκοτος σταυρός κοιτούσε
με μια υπόγεια αναπνοή
σ' ένα κεφάλι που γυρνούσε

Μπόλιασα στάχτη στο στομάχι
κι έφτυσ΄ανίερη χολή
μι' άτυχη μούσα μες τη μάχη
πεσμένη άπ' άτακτη βολή

Ένας τρισύποπτος κλητήρας
μ' ανέβασε στην κορυφή της ράχης
κι εγώ εναπόθεσα τ' άνθη της μοίρας
στο μάρμαρο εν τάφο της αγάπης

ΑΦΗΝΩ ΣΤΟ ΚΕΝΟ

Αφήνω στο κενό κληρονομιά σκυτάλη
αφού αποχωρώ μ' ένα σκυφτό κεφάλι
μόνο σ' αυτό χρωστώ μια προσφορά μεγάλη

(ένα σαράβαλο μυαλό σε στεγανό μπουκάλι)

Τρία άτυχα χρώματα ένα κέρινο χάδι
καρδιά απ' αναχώματα λίγων δακρύων λάδι
μελάνης τα καμώματα σε άφθονο σκοτάδι

ΕΡΩΤΑΣ

Εσύ πανούργα κι άμοιρη γυνή
την εποχή πριν από τους τιτάνες
σκαρφίστηκες θεό να φέρεις εις την γη
τον Έρωτα, τον στόλισες παιάνες

Η δύναμή σου ήθελε τροφή
κι εσύ θήρευσες αμβροσία
δεν είδες όμως την απότομη στροφή
που 'τρεφε τη δική σου αιχμαλωσία

Τώρα θρηνείς με δάκρυα θηλυκά
και λησμονείς εσύ τη μήτρα του υιού σου
η ίδια πρόσθεσες και πάλι τα δεσμά
φιγούρα τραγική του παιδικού μυαλού σου

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σε όνειρο με βρήκανε σπασμοί
μου ξύπνησαν μια δίψα ηρεμίας
σηκώθηκα με δάκρυα φρικτά
διάφορες φωνές σε μέτρο ανησυχίας

Τις έψαξα μα ένιωθα τυφλός
υπάλληλος σε τσίρκο αναπηρίας
να θλίβομαι από κλόουν εραστές
φιλόσοφος σε οίκους ευγηρίας

Τις έχτισα ως άλλου επιταγή
και μέτρησα μια ήττα στα σημεία
με χτύπησε μι' αφαίμαξη σιγής
σαν σάστισα απ' τη θεία ειρωνεία

ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΑ

Σκυφτός πάνω απ' της ύπαρξης τον πάτο
τυφλός ανίερος ανθρωπάκος
εσένα ψηλαφίζω ω θεά πικρή των αθανάτων

Εσύ αφύσικα ψυχρή και φίνα λεία
αλήθεια απόλυτα γυμνή
μικρή αδερφή της ηδονής κομψή Μελαγχολία

Κρυφή της φύσης αιώνια χορηγός
πιστή εχθρός των αδυνάτων
όμως δική μου λύτρωση κι άριστος ουρανός

Σαν σύντροφος σε λάτρευα στα χιόνια
γλυκό νέκταρ θανάτου
σπονδές, σφαχτάρια όλα μου τα χρόνια

Εσύ για πάντα χθόνια
βασίλισσα σ' ανήκουστο παλάτι
πανέμορφη αιώνια
Ολύμπια ιέρεια της δύσης του εφιάλτη

ΘΕΛΗΣΗ

Μητέρα φίδι κοιμωμένη η θέλησή μου
στο στήθος μου αναπαύεται και παρακολουθεί
τις σκέψεις και τις πράξεις στη ζωή μου
κρίνοντας από ποιες θα ενοχληθεί.

Μ' εξαίσιους Απολλώνιους ήχους να την κοιμίζω
μην τύχει και τον Διόνυσο τυχαία οσφριστεί
καθώς μετά λεπτής βοήθειας θα χρήζω
αφού η άτιμη όταν εξοργισθεί
όσο επώδυνα κι ωμά θα το αξίζω
με δηλητήριο την καρδιά μου θα μεταχειριστεί

ΝΩΡΙΣ ΕΙΠΩΜΕΝΑ

Φίδι αετός και άνθρωπος
σε μιαν αυγή δεμένα
Νέκταρ αλήθειας καρπός άκοπος
δαρμός και ηδονή στην πένα
Σίδηρος κοχλάζων πια ο οιωνός
καταιγίδας μυαλά διαλεγμένα
Άνεμος καθάριος, των νεκρών
θερίζει φρούτα σαπισμένα

Πετούμενες γυαλίζουν οι ακτίνες
του μέγα μεσημεριού
Αντιφεγγίζουν τη μεγάλη
τάφου σκαλισμένη πέτρα,
επάνω νικητήριες του ευγενή ασπίδες
του μέγα δολοφόνου κριαριού
Γελώντας κυνικά και πάλι
ηχούν θεϊκών επιταφίων μέτρα
Γέφυρα στερνή ενώνει δυο πατρίδες
σήμερα και αύριο ανθρώπου φυσικού

Ας είναι ανυπέρβλητα σωστά
ωμά λουσμένα με ανθρωπιάς το αίμα
αιώνες θα μαρτυρούν κρυμμένα
τυχαία πως ειπώθηκαν νωρίς
γι' αυτό και παρεξηγημένα

ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Για δες καλέ μου θρήνε
σαν κάποιος σε καλεί
θαρρώ πως πλέον ακούω
μια πρόσχαρη φωνή
θα έδεσε το μαράζι
θα φτασε η εποχή
που φως η φύση βγάζει,
στέρεψαν οι καημοί,
μα σ΄όλα λύση δόθηκε;
εν οφθαλμού ριπή;
με κόπο το στομάχι
στρώνει τέτοια τροφή.
Ας κάνουμε υποχώρηση
έστω για μια στιγμή
κι ας χτίσω μες τα μάτια
μου καινούρια οπτική
μα σαν καλοαντικρύσω
βλέπω με προσοχή
μια φάρα αξιολύπητη
κι ατέλειωτα ρηχή
που δίχως λόγο άξιο
και μ' άρρωστη αφορμή
πάλι τη ζωηρέψανε
άψυχοι κι ανάπηροι.. πανηγυρισμοί

ΤΡΙΓΥΡΩ

Τριγύρω τοπίο σκυφτό
γκριζωπές σταγόνες σιγοπέφτουν
από τον ματωμένο ουρανό
και μυτερά φυτά από κάτω
ευλαβικά πίνουν.
Χρυσές ακτίνες, δραπέτες,
τρυπούν τις πληγές
του σταχτιού εδάφους.
Κυπαρίσσια γίγαντες κοντοστέκουν
περιεργαζόμενοι μικρά
νεκρά, εύθραυστα καβούκια,
άλλοτε οικήματα αργόσχολων πλασμάτων.
Η ελιά να στέκει Παλλάδα,
έστω και θαμπή,
να προσβλέπει ατενώς το αλλοπρόσαλλο
τοπίο, έργο σύγχρονου ανθρώπου
με το οποίο γειτονεύει.

ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Εικόνα μοιάζεις μαγική
μα όσο κι αν σ' αλλάξω
κακία περιφρόνηση
μαύρη σαν την αυγή
τα μάτια μου αιμάτωσες
πριν να 'ρθεις θα φωνάξω

Κακότυχη αποστολή
σ' έχω μες τους αιώνες
μου κλέβεις την ανατολή
και ψάχνω με αγώνες
την άσχημη απόμακρη
των νόθων συστολή

Συνέχεια με διάβολους
και βόρειους χειμώνες
σκοτάδι κατεβάζεις
με φοβερούς τυφώνες
κοντεύει πλέον κι έρχεται
της λήθης η αγχόνη
μας λύγισαν κι ομοιάζουμε
δύσμορφο χελιδόνι

ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ

Σταθήκαν οι ανέμοι στη σειρά
και έπαυσε ο αιώνιος χορός μου
ανέγνωσαν σελίδα εκ του φωτός μου
και όλα εμφανισθήκαν νοητά

Ανεύθυνα τα χρόνια κυλούσαν νευρικά
και σαν τυφλός ανάμεσα σε τοίχους
παρέα με αθώους τυμβωρύχους
ανέπνεα αέρια φονικά

Αναίρεσαν τους πόλους της ζωής μου
και βρόντηξα μ' απαίσια ουρλιαχτά
τι μ' άφησαν με μάτια ανοιχτά
στις μάταιες πληγές της ύπαρξής μου;

Οι δύο ερωμένες μου πετάξαν μακριά
μ' αφήσαν, Ευτυχία, Δυστυχία
κι αισθάνομαι καινούρια ευφορία
μαζί μου ν' ασχολείται, απ' όρη να βαστά